ἐμπίπληθι

ἐμπίπληθι
ἐμπίπλημι
pres imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμπίμπλημι — ἐμπίμπλημι και ἐμπίπλημι (AM) 1. γεμίζω ώς επάνω 2. γεμίζω με κάτι («ἐμπίπληθι ῤέεθρα ὕδατος», Ιλ.) 3. ταΐζω κάποιον, τόν χορταίνω 4. ικανοποιώ 5. εκπληρώνω 6. μέσ. τρώω πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”